ηττώμαι

ηττώμαι
(α) терпеть поражение (тж. спорт.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ηττώμαι" в других словарях:

  • ηττώμαι — ηττώμαι, ηττήθηκα, ηττημένος βλ. πίν. 61 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ηττώμαι — (AM ἡττῶμαι, άομαι, αρχαιότ. αττ. τ. ἡσσῶμαι και ιων. τ. ἑσσοῡμαι) 1. νικιέμαι, υφίσταμαι ήττα σε μάχη, κατατροπώνομαι, τρέπομαι σε φυγή 2. αποδεικνύομαι κατώτερος κάποιου σε αγώνα, έρχομαι δεύτερος, βγαίνω ηττημένος από διαγωνισμό μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ηττώμαι — ηττήθηκα, ηττημένος, χάνω κάποιον αγώνα: Οι Γερμανοί τελικά ηττήθηκαν στο β παγκόσμιο πόλεμο. – Μετά τον αγώνα οι ηττημένοι παίχτες συγχάρηκαν τους νικητές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡττῶμαι — ἡσσάομαι to be less pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἡσσάομαι to be less pres ind mp 1st sg (attic) ἡττάω to be less pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἡττάω to be less pres ind mp 1st sg ἡττάω to be less pres subj mp 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

  • ανθησσώμαι — ἀνθησσῶμαι και –ηττῶμαι ( άομαι) (Α) [ησσώμαι ηττώμαι] νικιέμαι, υποχωρώ και εγώ με τη σειρά μου, ενδίδω και εγώ …   Dictionary of Greek

  • ηττώ — ἡττῶ, άω (AM) βλ. ηττώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ηττώμαι] …   Dictionary of Greek

  • προσηττώμαι — άομαι, Μ [ἡττῶμαι] ηττώμαι, νικιέμαι και από κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • συνηττώμαι — και συνησσῶμαι, άομαι, ΜΑ ηττώμαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἡττῶμαι «νικιέμαι, βγαίνω ηττημένος» (< ἥττων «κατώτερος, υποδεέστερος»)] …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»